ευκολοάναφτος

ευκολοάναφτος
-η, -ο
1. αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα, ο εύφλεκτος
2. μτφ. ευέξαπτος, ευερέθιστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… …   Dictionary of Greek

  • ευκολόκαυστος — και ευκολόκαφτος, η, ο αυτός που μπορεί να τόν κάψει κάποιος εύκολα, ο ευκολοάναφτος, ο εύφλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + καυστος (< καίω), πρβλ. ά καυστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”